- ἀποθησαυρισμός
- ἀπο-θησαυρισμός, das Aufbewahren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποθησαυρισμός — ο (Α ἀποθησαυρισμός) η αποθήκευση νεοελλ. αποθησαύριση … Dictionary of Greek
ἀποθησαυρισμόν — ἀποθησαυρισμός laying by masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποθησαύριση — αποθησαύριση, η και αποθησαυρισμός, ο η αποταμίευση (κυριολ. και μτφ.), η συνάθροιση πλούτου, γνώσεων, λέξεων, εκφράσεων κτλ.: Η αποθησαύριση λέξεων που χρησιμοποιούνται από το λαό και δεν έχουν καταχωριστεί στα λεξικά είναι σπουδαίο έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)